συνανωθώ

συνανωθώ
-έω, Α
ωθώ προς τα πάνω, εξυψώνω μαζί με άλλον («σὰρξ... ἀπὸ τῆς φθορᾱς συνανωσθεῑσα ἐπὶ τὸ ἄφθαρτον», Γρηγ. Νύσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀνωθῶ «ωθώ, σπρώχνω προς τα πάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”